ΟΙ ΚΡΙΣΙΜΕΣ ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΤΟΥ ΣΧΕΔΙΟΥ – ΝΟΜΟΥ

1. Με τις ρυθμίσεις του άρθρου 5 του σχεδίου νόμου, καταργούνται οριστικά η εδαφική δικηγορική αρμοδιότητα και τα νομοθετικώς καθοριζόμενα ελάχιστα όρια των δικηγορικών αμοιβών.
2. Με τις ρυθμίσεις του άρθρου 2 παρ. 1,2 περιπτ. ε, ζ, η, θ, του ιδίου σχεδίου νόμου, καταργούνται, κατʼ αρχήν η απαγόρευση πολλαπλής εγκατάστασης, η απαγόρευση σύστασης κεφαλαιουχικών δικηγορικών εταιρειών και η απαγόρευση συμμετοχής στο κεφάλαιο δικηγορικής εταιρίας προσώπου που δεν έχει την ιδιότητα του Δικηγόρου και τα ανώτατα όρια Δικηγορικών αμοιβών, εκτός αν η απαγόρευση αυτή διατηρηθεί με την ίδια ή ηπιότερη μορφή με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται εντός 4 μηνών από την ισχύ του νόμου.
3. Με το άρθρο 26 του ν. 3844/2010 έχουν ήδη καταργηθεί τα ασυμβίβαστα προς Δικηγόρο έργα των άρθρων 63 παρ. 1, 2, 3 του Κώδικα Δικηγόρων και η απαγόρευση άσκησης πολλαπλών δραστηριοτήτων από κοινού ή σε εταιρική σχέση. Με άλλα λόγια επιτρέπεται πλέον η σύσταση πολυεπαγγελματικών (και κεφαλαιουχικών) δικηγορικών εταιρειών και η άσκηση πολλαπλών δραστηριοτήτων στους Δικηγόρους. Η «ελευθερία» αυτή δύναται να σχετικοποιηθεί με Προεδρικό Διάταγμα, με το οποίο καθορίζονται οι επιτρεπόμενες πολλαπλές δραστηριότητες στους Δικηγόρους με κριτήρια την αποφυγή σύγκρουσης συμφερόντων, το ασυμβίβαστο των δραστηριοτήτων και την εξασφάλιση της ανεξαρτησίας, της αμεροληψίας και της συμβατότητας τήρησης των κανόνων επαγγελματικής δεοντολογίας μεταξύ των επιτρεπόμενων δραστηριοτήτων.
4. Τέλος, με το άρθρο 6 του σχεδίου νόμου προβλέπεται η σύσταση αστικής επαγγελματικής δικηγορικής εταιρείας μεταξύ δικηγόρων διαφορετικών Δικηγορικών Συλλόγων (διατοπική ή διαπεριφερειακή Δικηγορική εταιρεία, όπου ή έδρα της εταιρείας θα είναι σε έναν Δικηγορικό Σύλλογο και, (προφανώς), οι έδρες των Δικηγόρων εταίρων στους άλλους Δικηγορικούς Συλλόγους θα αποτελούν δευτερεύουσες επαγγελματικές εγκαταστάσεις της εταιρείας).
5. Από τις παραπάνω διατάξεις είναι προφανές ότι όλες οι «απαιτήσεις» της δικηγορικής νομοθεσίας σχετικά με την άσκηση του Δικηγορικού Λειτουργήματος καταργήθηκαν ή καταργούνται (εδαφικοί περιορισμοί, νομοθετικός καθορισμός ελαχίστων και ανωτάτων ορίων δικηγορικών αμοιβών, απαγόρευση σύστασης κεφαλαιουχικών δικηγορικών εταιρειών, απαγόρευση συμμετοχής στο εταιρικό κεφάλαιο δικηγορικής εταιρείας τρίτου μη Δικηγόρου, απαγόρευση σύστασης πολυεπαγγλεματικής δικηγορικής εταιρείας και απαγόρευση άσκησης πολλαπλών δραστηριοτήτων στους Δικηγόρους).

ΙΙ. ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ

1.Η κατάργηση της εδαφικής δικηγορικής αρμοδιότητας σε συνδυασμό με τη σύσταση πολυεπαγγελματικών (και κεφαλαιουχικών) Δικηγορικών Εταιριών και την άσκηση πολλαπλών δραστηριοτήτων από τους Δικηγόρους έχει τις ακόλουθες συνέπειες:
α) Αίρει την τυπική νομοθετική εκδήλωση και αναγνώριση του λειτουργηματικού χαρακτήρα της Δικηγορίας. (Ο δικηγόρος ως άμισθος δημόσιος υπάλληλος και δημόσιος λειτουργός πρέπει να έχει πάντοτε καθορισμένη εδαφική αρμοδιότητα όπως και οι συμβ/φοι, άμισθοι υποθηκοφύλακες, δικαστικοί επιμελητές κλπ).
β) Πλήττει την ανεξαρτησία του Δικηγόρου, τον “μεταλλάσει” από “άμισθο δημόσιο υπάλληλο” – δημόσιο λειτουργό και φυσικό υπερασπιστή του Κράτους Δικαίου σε επιχειρηματία “δικαιοπώλη – παντοπώλη” ή τον υπαλληλοποιεί, τον εξομοιώνει ανεπίτρεπτα με οιονδήποτε “πάροχο υπηρεσιών” και εισάγει δυσμενή διάκριση σε βάρος του σε σχέση με τις λοιπές κατηγορίες “αμίσθων δημοσιών υπαλλήλων”.
γ) Περιορίζει ή φαλκιδεύει ανεπίτρεπτα το δικαίωμα άμεσης πρόσβασης σε Δικηγόρο, και, συνακόλουθα σε Δικαστήριο, των κατοίκων των γεωγραφικά απομονωμένων και λιγότερο προνομιούχων περιοχών, οδηγεί σε “δικηγορική ερημοποίηση” των περιοχών αυτών, λόγω της άρσης του κινήτρου μόνιμης εγκατάστασης Δικηγόρων σ’ αυτές και σε διόγκωση του “δικηγορικού υδροκεφαλισμού” των μεγάλων αστικών κέντρων.
δ) Οδηγεί σε “κανιβαλιστικό” και αθέμιτο ανταγωνισμό και σε μείωση του επιπέδου προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων των πολιτών.
ε) Ανατρέπει εκ θεμελίων την πρωτοδικειακή οργάνωση του Δικηγορικού Λειτουργήματος και καθιστά χωρίς ουσιαστικό λόγο την ύπαρξη τοπικών Δικηγορικών Συλλόγων, ως Ν.Π.Δ.Δ. σωματειακής υφής και εγγυητών της ύπαρξης και διατήρησης του ανεξάρτητου Δικηγόρου – υπερασπιστή του Κράτους Δικαίου – δημόσιου λειτουργού που αποτελεί κατάκτηση του νομικού πολιτισμού.
στ) Οδηγεί σε πλήρη έλεγχο της πρόσβασης σε Δικαστήριο μεγάλων κατηγοριών πολιτών από μεγάλα και οργανωμένα συμφέροντα (τράπεζες, κατασκευαστικές εταιρείες, επενδυτικές εταιρείες, ελεγκτικές εταιρείες κ.λ.π.) σε υποθέσεις που τα ενδιαφέρουν άμεσα, εκμεταλλευόμενα την προνομιακή πρόσβαση τους σε μεγάλο αριθμό καταναλωτών των υπηρεσιών τους, με ορατό τον κίνδυνο δημιουργίας μονοπωλίων ή ολιγοπωλίων και στον χώρο απονομής της Δικαιοσύνης.
ζ) Απορρίπτει αιφνίδια το θεμέλιο επιλογής του τόπου μόνιμης εγκατάστασης και των συνθηκών άσκησης του δικηγορικού λειτουργήματος.
2. Ειδικά η σύσταση πολυεπαγγελματικών (και κεφαλαιουχικών) δικηγορικών εταιρειών και η άρση της απαγόρευσης άσκησης πολλαπλών δραστηριοτήτων στους Δικηγόρους, πέραν των ανωτέρω, δε διασφαλίζει την αποτελεσματική τήρηση των εγγυήσεων διαφύλαξης της ανεξαρτησίας και της προσωπικής άσκησης του Δικηγορικού λειτουργήματος, της αποτελεσματικής ενασχόλησης του Δικηγόρου με τη νομική επιστήμη και της αποκλειστικής αφοσίωσής του στην υπεράσπιση των νομίμων δικαιωμάτων και συμφερόντων των εντολέων του, της διαφύλαξης του απορρήτου και της αποφυγής σύγκρουσης συμφερόντων.
3. Το νέο σύστημα καθορισμού Δικηγορικών αμοιβών αποτελεί νομοθετική αποδοχή των αιτιάσεων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής τις οποίες έχει ήδη αντικρούσει η Ελληνική Δημοκρατία δια του Υπουργείου Δικαιοσύνης, η οποία εμφανίζεται αντιφάσκουσα προς εαυτήν. Η παραπάνω αποδοχή αποτελεί “νομική νάρκη” στα θεμέλια του νέου συστήματος και είναι άμεσος ο κίνδυνος κατάρρευσης αυτού με την πρώτη προσφυγή είτε των οργανωμένων συμφερόντων είτε εκπροσώπων ή “θεραπαινίδων” του “Δικηγορικού ιμπεριαλισμού”, με αποτέλεσμα την απώλεια της άμεσης και διασφαλισμένης είσπραξης εκατομμυρίων ευρώ, στη στιγμή που μειώνονται ή παγώνουν μισθοί και συντάξεις, ακόμη και των χαμηλόμισθων και χαμηλοσυνταξιούχων η ελληνική οικονομία βυθίζεται στην ύφεση και η προσφυγή στη Δικαιοσύνη καθίσταται “είδος πολυτελείας” και προνόμιο των πλουσίων.
4. Οι ρυθμίσεις του σχεδίου νόμου, κατά το μέρος που αφορούν το Δικηγορικό Λειτούργημα δεν αποτελούν “διαρθρωτικές αλλαγές” ή “απελευθέρωση” του Δικηγορικού Λειτουργήματος, αλλά αποδιάρθρωση και υποδήλωσή του στα μεγάλα οργανωμένα οικονομικά συμφέροντα και αντίκεινται τόσο στην κοινοτική οδηγία 2006/123 όσο και στο Σύνταγμα σε θεμελιώδεις αρχές του πρωτογενούς Ενωσιακού Δικαίου όπως αναφέρεται αμέσως παρακάτω.
5. Η υποχρέωση διατήρησης επαγγελματικής έδρας στην έδρα του οικείου Δικηγορικού Συλλόγου είναι «επιταγή χωρίς αντίκρισμα» Και τούτο διότι, μετά την κατάργηση της εδαφικής αρμοδιότητας, αίρεται και ο δικαιολογητικός λόγος ύπαρξής της και, συνακόλουθα, ο δικαιολογητικός λόγος απαγόρευσης διατήρησης δευτερευούσας εγκατάστασης, λόγω του παρακολουθηματικού και παρεπόμενου (σε σχέση με την εδαφική αρμοδιότητα) χαρακτήρα της απαγόρευσης αυτής. Ειδικότερα:
Όπως έχει παγίως νομολογηθεί από το ΔΕΚ, ναι μεν η υποχρέωση διατήρησης έδρας αποσκοπεί στη διασφάλιση της επικοινωνίας του δικηγόρου με τον εντολέα του και της δικαστικές αρχές καθώς και στην άσκηση πειθαρχικού ελέγχου, πλην όμως τα σημερινά μέσα μεταφοράς και τηλεπικοινωνιών προσφέρουν τη δυνατότητα επαρκούς εγγυήσεως διασφάλισης της επικοινωνίας και επαφής του Δικηγόρου με τις αρμόδιες Δικαστικές Αρχές και τους εντολείς του, ενώ η ύπαρξη δευτερεύουσας επαγγελματικής εγκατάστασης δεν δημιουργεί εμπόδια στην εφαρμογή των κανόνων δεοντολογίας και δεν εμποδίζει την άσκηση του πειθαρχικού ελέγχου (βλ. συναφώς ΔΕΚ αποφ. της 12ης Ιουλίου 1984, C -107/83, ΚΟΡΡ, σκέψη 19, αποφ. της 20ης Μαΐου 1992, C-106/91, Ramrath, σκέψεις 20 έως 22 και 28, αποφ. της 18ης Ιανουαρίου 2001, C-162/1999, Επιτροπή κατά Ιταλίας, σκέψη 20, αποφ. της 7ης Μαρτίου 2002, C-145/1999 Επιτροπή κατά της Ιταλίας). Μʼ άλλα λόγια, μετά την άρση του δικαιολογητικού λόγου καθορισμού της εδαφικής δικηγορικής αρμοδιότητας, η απαγόρευση διατήρησης δευτερεύουσας εγκατάστασης αντίκειται στην αρχή της αναλογικότητας και είναι πλέον θέμα χρόνου η κατάργηση της απαγόρευσης αυτής είτε από την ευρωπαϊκή επιτροπή είτε από τα Εθνικά Δικαστήρια είτε από το ΔΕΕ, όπου είναι περίπου βέβαιο ότι θα προσφύγουν τα οργανωμένα συμφέροντα του «δικηγορικού ιμπεριαλισμού».
Τα παραπάνω επιβεβαιώνονται πλήρως και από το άρθρο 6 του σχεδίου νόμου, σύμφωνα με το οποίο επιτρέπεται πλέον η σύσταση διαπεριφερειακής δικηγορικής εταιρίας. Στην περίπτωση αυτή η έδρα των μελών της εταιρίας στους Δικηγορικούς Συλλόγους των οποίων είναι μέλη, είναι και η δευτερεύουσα εγκατάσταση της εταιρίας.
Επίσης με το ίδιο άρθρο επιτρέπεται στην δικηγορική εταιρία να διατηρεί υποκαταστήματα (πολλαπλή έδρα) στην αλλοδαπή. Κατά συνέπεια, η εκδοχή ότι απαγορεύεται η δευτερεύουσα εγκατάσταση άγει στο προδήλως άτοπο αποτέλεσμα, μια ελληνική δικηγορική εταιρία να μπορεί να ιδρύει υποκαταστήματα σε όλη την Ευρώπη ή τον κόσμο, όχι όμως στην ελληνική περιφέρεια, γεγονός που προδήλως αντίκειται στην αρχή της αναλογικότητας.

ΙΙΙ.ΑΝΤΙΘΕΣΗ ΤΩΝ ΡΥΘΜΙΣΕΩΝ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΟΤΙΚΗ ΟΔΗΓΙΑ 2006/123, ΣΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ , ΣΤΟ ΜΗΝΟΜΟΝΙΟ (Ν. 3845/2010), ΣΤΗΝ ΕΣΔΑ (ΝΔ 53/74) ΚΑΙ ΣΤΟ ΔΣΑΠΔ (Ν. 2462/97)

1. Η Οδηγία 2006/123 υποχρεώνει τα κράτη μέλη να προβούν σε εξακρίβωση των ρυθμίσεων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της, στην αξιολόγησή τους και στην δικαιολόγησή τους από επιτακτικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος και σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας και της μη διάκρισης με βάση την ιθαγένεια (φυσικά πρόσωπα) ή την έδρα (εταιρείες). Εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, οι «περιορισμοί» αυτοί δύνανται να διατηρηθούν όλοι.
2. Στο «μνημόνιο» (ν. 3845/2010) γίνεται λόγος για «μείωση των αδικαιολόγητων περιορισμών» και όχι για αδιάκριτη κατάργησή τους και γίνεται παραπομπή στα άρθρα 15 και 25 της οδηγίας 2006/123.
3. Το σχέδιο νόμου τιτλοφορείται «κατάργηση των αδικαιολόγητων περιορισμών» και όχι όλων αδιακρίτως των υφιστάμενων «περιορισμών».
4.Σε ό,τι αφορά τους Δικηγόρους επέρχεται αδιάκριτη κατάργηση όλων ανεξαιρέτως των ρυθμίσεων της δικηγορικής νομοθεσίας που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας, χωρίς την τήρηση των εγγυήσεων που αναφέρονται σʼ αυτήν. Ειδικότερα:
α) Οι λεγόμενοι «εδαφικοί περιορισμοί» δικαιολογούνται από επιτακτικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος (βλ. ΕυρΔΑΔ Μουσταφά Αππά κατά Ελλάδας, 413/2008 απόφαση της Ολομέλειας της Επιτροπής Ανταγωνισμού, πρβλ και ΔΕΕ απόφ. της 1-6-2010 μείζονος συνθέσεως, C -570/07 και C-571/07, Perez και Gomez, ΑΠ 1332/2007, ΑΠ 173/90). Στην εισηγητική έκθεση του προσχεδίου νόμου δεν αναφέρεται συγκεκριμένος λόγος επιτακτικού δημοσίου συμφέροντος που να δικαιολογεί την κατάργηση των εδαφικών περιορισμών, αλλά γίνεται αόριστη επίκληση του δημοσίου συμφέροντος για τη δικαιολόγηση κατάργησης περιορισμού που δικαιολογείται από επιτακτικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος!!! Τούτο όμως αποτελεί πρόδηλο λογικό σφάλμα (λήψη του ζητούμενου, petitio principii) που έρχεται σε κατάφωρη αντίθεση με τις επιταγές της παραπάνω οδηγίας και της αναλογικότητας.
β) Ο νομοθετικός περιορισμός ελαχίστων ορίων δικηγορικής αμοιβής δικαιολογείται από επιτακτικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος. Οι λόγοι αυτοί είναι, επιγραμματικά, οι ακόλουθοι: Η αντικειμενική πληροφόρηση του εντολέα λόγω της ασυμμετρίας πληροφόρησης που υφίσταται στη σχέση του με το Δικηγόρο, η αποτροπή της μείωσης του επιπέδου των παρεχόμενων νομικών υπηρεσιών εξαιτίας του εξοντωτικού ανταγωνισμού που αναπτύσσεται σε μια «υπερκορεσμένη» νομική αγορά όπως η ελληνική (αναλογία δικηγόρων ανά κάτοικο 1 προς 200 περίπου !!!), η εύρυθμη και χρηστή λειτουργία της δικαιοσύνης, ο καθορισμός τεκμηρίου ως προς το ύψος της αμοιβής προς εκπλήρωση φορολογικών σκοπών (φορολόγηση στην πηγή και άμεση απόδοση εσόδων στα Δημόσια Ταμεία), η διασφάλιση ενός ελαχίστου ορίου αξιοπρεπούς διαβίωσης δημοσίου λειτουργού και η εκπλήρωση της συνταγματικής επιταγής της αλληλεγγύης προς νεότερους και οικονομικά ασθενέστερους δικηγόρους (βλ. αναλυτικά το υπʼ αριθμ. 58224/23-6-2010 έγγραφο των Γενικών Δ/νσεων Διοίκησης Δικαιοσύνης, Νομοθετικού Συντονισμού και Ειδικών Διεθνών Νομικών Σχέσεων του Υπουργείου Δικαιοσύνης, που απευθύνεται στην ειδική νομική υπηρεσία στου Υπουργείου Εξωτερικών). Τα όσα αναφέρονται στη σελ. 4 της εισηγητικής έκθεσης του προσχεδίου νόμου σχετικά με τις νομοθετικά καθορισμένες ελάχιστες δικηγορικές αμοιβές, αποτελούν αποδοχή των αιτιάσεων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που περιέχονται στην αιτιολογημένη γνώμη κατά της Ελληνικής Δημοκρατίας σχετικά με τις δικηγορικές αμοιβές, οι οποίες (αιτιάσεις) αντικρούονται με το παραπάνω έγγραφο του Υπουργείου Δικαιοσύνης!!!
Η αναφερόμενη στις σελ. 13,14 της παραπάνω εισηγητικής έκθεσης απόφαση της 5-12-2006 CIPOLLA C – 94/04 άγει σε εντελώς διαφορετικά συμπεράσματα (βλ. σκέψεις 61, 64, 66, 67, 68, 69 της απόφασης αυτής, την οποία επικαλείται με ειδική και αναλυτική τεκμηρίωση επικεντρωμένη στην ελληνική πραγματικότητα το αμέσως παραπάνω έγγραφο του Υπουργείου Δικαιοσύνης). Η επίκληση της απόφασης του Εφετείου του Τορίνο είναι τουλάχιστον ατυχής, πέραν των άλλων, και διότι δεν είναι νοητό το Ελληνικό Κοινοβούλιο να νομοθετεί με βάση μια απόφαση αλλοδαπού Δικαστηρίου. Συνεπώς, οι προβαλλόμενοι λόγοι για την κατάργηση του νομοθετικού καθορισμού ελαχίστων ορίων δικηγορικών αμοιβών, δεν έχουν καμία σχέση με την ελληνική πραγματικότητα.
γ) Η απαγόρευση σύστασης πολυεπαγγελματικών κεφαλαιουχικών δικηγορικών εταιρειών και της άσκησης πολλαπλών δραστηριοτήτων δικαιολογείται από επιτακτικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος που αναφέρονται στο κεφ. ΙΙ, 2 της παρούσας (βλ. για τις πολυεπαγγελματικές δικηγορικές εταιρείες και ΔΕΚ αποφ. της 29-2-2002, C -309/1999, Wouters, πρβλ και ΔΕΚ αποφ. της 19-5-2009, τμήμα μείζονος συνθέσεως, C-531/2006 και αποφ. της 19-5-2009, τμ. μειζ. συνθ. C-171/07 και 172/07, οι οποίες ναι μεν αφορούν τους φαρμακοποιούς, πλην όμως οι σκέψεις του ΔΕΚ σχετικά με την επιστημονική φύση του επαγγέλματος, τη διασφάλιση της ανεξαρτησίας και τη σημασία του ρόλου του επιστήμονα για το δημόσιο συμφέρον, που καθιστούν δικαιολογημένη την απαγόρευση άσκησης ενός επαγγέλματος από πρόσωπα που δεν έχουν τα απαιτούμενα επιστημονικά προσόντα και δεν παρέχουν τα εχέγγυα της προσωπικής ανεξαρτησίας, ισχύουν κατά μείζονα λόγο και για τους Δικηγόρους). Ειδικότερα, λόγω της ιδιαίτερης λειτουργηματικής φύσης και αποστολής του, ο Δικηγόρος κατά το μέρος που ασκεί τη δραστηριότητά του και ως επαγγελματίας, φέροντας τον κίνδυνο αυτής, οφείλει να ασκεί το λειτούργημά του όχι ως “επιχειρηματίας” που επιδιώκει το ατομικό κέρδος, αλλά σύμφωνα με την επιστημονική του κατάρτιση, την επαγγελματική του εμπειρία, την προσωπική του ευθύνη (πχ απιστία Δικηγόρου, υποχρέωση τήρησης επαγγελματικού απορρήτου) και την τήρηση των κανόνων επαγγελματικής δεοντολογίας και των παραδόσεων του Δικηγορικού Σώματος. Η παράβαση των κανόνων αυτών δεν θέτει απλώς σε κίνδυνο τα οικονομικά συμφέροντα του Δικηγόρου, αλλά την ίδια την επαγγελματική του υπόσταση. Για το λόγο αυτό η άσκηση του Δικηγορικού Λειτουργήματος επιτρέπεται μόνο σε φυσικό πρόσωπο ή επαγγελματική ένωση φυσικών προσώπων, που έχουν την ιδιότητα του Δικηγόρου. Τυχόν συμμετοχή δικηγόρου σε πολυεπαγγελματική εταιρεία, πέραν των άλλων, θέτει και σε κίνδυνο την ανεξαρτησία του, διότι στην περίπτωση αυτή οφείλει να υπηρετεί και τα συμφέροντα των άλλων τομέων της εταιρείας και θα υπόκειται στις πιέσεις των άλλων εταίρων για μεγιστοποίηση του κέρδους της εταιρείας, γεγονός που αντίκειται στον ιδιαίτερο ρόλο του, τη φύση και αποστολή του ως δημοσίου λειτουργού.
Πέραν των ανωτέρω, η απαγόρευση σύστασης κεφαλαιουχικών Δικηγορικών εταιρειών (ΑΕ και ΕΠΕ), τέθηκε επειδή ο νομοθέτης θεώρησε (ορθά) ασύμβατη την άσκηση του Δικηγορικού έργου από ΑΕ ή ΕΠΕ λόγω της διαφορετικής νομικής προσωπικότητας αυτών και της διαφορετικής ευθύνης τους από τους εταίρους τους Δικηγόρους.
δ) Η κατάργηση της εδαφικής δικηγορικής αρμοδιότητας όχι μόνο δεν θα οδηγήσει σε μείωση του κόστους της εν γένει δικαστικής δαπάνης του εντολέα, αλλά αντίθετα θα την επαυξήσει. Για παράδειγμα, δικηγόρος Αθηνών που θα διενεργήσει διαδικαστικές πράξεις σε Πολυμελές Πρωτοδικείο εκτός της έδρας του, και μάλιστα, σε απομακρυσμένη περιοχή (Ιωάννινα, Κέρκυρα, Αλεξανδρούπολη, κλπ) θα αναγκαστεί να μετακινηθεί από και προς την έδρα του πέντε φορές (κατάθεση αγωγής, κατάθεση προτάσεων, κατάθεση προσθήκης-αντίκρουσης, συζήτηση στο ακροατήριο, αξιολόγηση μαρτυρικών καταθέσεων) και θα επιβαρύνει έτσι τον εντολέα του με σημαντικό κόστος για τις μετακινήσεις του. Αντίθετα η συμπαράσταση τοπικού Δικηγόρου δεν επιβαρύνει τον εντολέα με το κόστος αυτό, ενώ η ελάχιστη αμοιβή του είναι μία και σημαντικά κατώτερη της δαπάνης αυτής.
ε) Τέλος, η ύπαρξη ανεξάρτητων Δικηγόρων σε όλες τις δικαστικές περιφέρειες, όχι μόνο δεν νοθεύει τον ανταγωνισμό και δεν δημιουργεί μονοπωλιακές καταστάσεις, αλλά αντίθετα τις αποτρέπει. Νόθευση του ανταγωνισμού και δημιουργία μονοπωλίων ή ολιγοπωλίων δημιουργεί η σύσταση και λειτουργία κεφαλαιουχικών πολυεπαγγελματικών δικηγορικών εταιρειών.
5. Από τα παραπάνω συνάγεται ότι η κατάργηση όλων ανεξαιρέτως των ρυθμίσεων της Δικηγορικής Νομοθεσίας σχετικά με την άσκηση του δικηγορικού λειτουργήματος γίνεται χωρίς να υπάρχει επιτακτικός λόγος δημοσίου συμφέροντος, και με τρόπο αντίθετο προς αυτό και χωρίς να τηρηθούν οι προαναφερθείσες εγγυήσεις της Οδηγίας 2006/123. Συνεπώς, οι παραπάνω ρυθμίσεις αντίκεινται στην οδηγία αυτή (ακόμη και στο μνημόνιο !!), και στην συνταγματική και κοινοτική αρχή της αναλογικότητας, διότι είναι απρόσφορες για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού, άγουν σε αντίθετα αποτελέσματα από τα επιδιωκόμενα, και καταργούν ρυθμίσεις που έχουν τεθεί χάριν επιτακτικού δημοσίου συμφέροντος με αυθαίρετη και γενικόλογη επίκληση του δημοσίου συμφέροντος!! Με άλλα λόγια με τις υπό ψήφιση ρυθμίσεις καταργούνται αδικαιολόγητα ρυθμίσεις που δικαιολογούνται από επιτακτικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος.
6. Η κατάργηση της δικηγορικής εδαφικής αρμοδιότητας αντίκειται και στα άρθρα 4 παρ. 1, 20 παρ. 1, 25 παρ. 1 του Συντάγματος, 6 παρ. 1,14 της ΕΣΔΑ (νδ 5374) και 2παρ. 3 (α,β), 14 παρ. 1 και 26 ΔΣΑΠΔ (ν. 2462/97) διότι περιορίζουν και φαλκιδεύουν το δικαίωμα άμεσης πρόσβασης σε Δικηγόρο και, κατʼ ακολουθίαν, σε Δικαστήριο των κατοίκων των γεωγραφικά απομονωμένων και λιγότερο προνομιούχων περιοχών της χώρας, (ορεινές, νησιωτικές και φτωχές περιοχές), όπως αναφέρεται στο κεφ. ΙΙ 1γ της παρούσας.
7. Με τις παραπάνω ρυθμίσεις εξομοιώνεται ανεπίτρεπτα ο Δικηγόρος ως δημόσιος λειτουργός με οιονδήποτε πάροχο νομικών υπηρεσιών κατά παράβαση του άρθρου 4 παρ. 1 του Συντάγματος και δεν λαμβάνεται υπʼ όψη ο ιδιαίτερος ρόλος, η φύση και η αποστολή του.
8. Με τις παραπάνω ρυθμίσεις δημιουργούνται ανισότητες και διακρίσεις σε βάρος των Δικηγόρων σε σχέση με άλλους παρόχους υπηρεσιών και σε σχέση με άλλες κατηγορίες «άμισθων δημοσίων υπαλλήλων» (συμβολαιογράφοι, άμισθοι υποθηκοφύλακες, δικαστικοί επιμελητές) κατά παράβαση του άρθρου 4 παρ. 1 του Συντάγματος.
Πιο συγκεκριμένα:
α) Για όλους του παρόχους υπηρεσιών παρέχεται η δυνατότητα διατήρησης εδαφικών περιορισμών όταν αυτοί δικαιολογούνται από επιτακτικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος, πλην των Δικηγόρων!!!
Επίσης, για τους Δικηγόρους εισάγεται η υποχρέωση έγγραφης και έγκυρης συμφωνίας δικηγορικής αμοιβής, και μάλιστα ως συστατικός αποδεικτικός τύπος, ενώ για την συντριπτική πλειοψηφία των «παρόχων άλλων υπηρεσιών» δεν υφίσταται τέτοια υποχρέωση. Αν τούτο γίνεται επειδή ο Δικηγόρος είναι «άμισθος δημόσιος υπάλληλος» και λειτουργός της Δικαιοσύνης, τότε δεν δικαιολογείται η εξομοίωσή του με οιονδήποτε άλλο πάροχο υπηρεσιών (βλ. κατάργηση εδαφικών περιορισμών, πολυεπαγγελματικές/κεφαλαιουχικές εταιρείες, άσκηση πολλαπλών δραστηριοτήτων κλπ).
β) Όλες οι κατηγορίες «άμισθων δημοσίων υπαλλήλων» (συμ/φοι, άμισθοι υποθηκοφύλακες, δικαστικοί επιμελητές) διατηρούν την εδαφική αρμοδιότητά τους και τον νομοθετικό καθορισμό των αμοιβών τους, ενώ εξαιρούνται οι δικηγόροι, παρότι συντρέχει, και μάλιστα σε μείζονα βαθμό, ο αυτός δικαιολογητικός λόγος (κάλυψη όλων των δικαστικών περιφερειών της χώρας, κίνητρο εγκατάστασης στις γεωγραφικά απομονωμένες και λιγότερο προνομιούχες περιοχές). Τα αναφερόμενα στη σελ. 11 της εισηγητικής έκθεσης του εν λόγω προσχεδίου νόμου για την αναγωγή των συμβολαιογράφων σε δημοσίους λειτουργούς και τη συνταγματική προστασία της … μονιμότητάς τους !! είναι τουλάχιστον άστοχα και αντίθετα στο Σύνταγμα, ως δικαιολογητικός λόγος της διαφορετικής ευμενούς μεταχείρισής τους σε σχέση με τους Δικηγόρους. Και τούτο διότι:
ι) Η ελληνική, η ευρωπαϊκή και η διεθνής έννομη τάξη ανάγει τους Δικηγόρους σε δημόσιους λειτουργούς (βλ. άρθ. 1,2,38 Κώδικα Δικηγόρων και άρθρα 20 παρ. 1, 25 παρ. 1, 95 παρ. 1α του Συντάγματος, 6 παρ. 1 και 3γ της ΕΣΔΑ , άρθρο 14 παρ. 1, 3 περιπτ. β,δ του ΔΣΑΠΔ που κυρώθηκαν με το νδ 53/74 και το ν. 2462/97 αντίστοιχα και έχουν κατʼ άρθρο 28 παρ. 1 Συντ. υπερνομοθετική ισχύ, βλ. και άρθ. 2,6 Συνθ. Λισσαβώνας και άρθ. 47 του χάρτη των θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης). Η λειτουργική φύση του Δικηγόρου και η αναγωγή του σε δημόσιο λειτουργό αναγνωρίζεται ρητά και από τα άρθρα 88 παρ. 2 και 99 παρ. 1 του Συντάγματος. Ο συμβολαιογράφος χαρακτηρίζεται δημόσιος λειτουργός από το νόμο ενώ ο Δικηγόρος έλκει την ιδιότητα του δημοσίου λειτουργού ευθέως από το Σύνταγμα, το Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ, την ΕΣΔΑ, το ΔΣΑΠΔ και το νόμο. Ρητή νομοθετική αναγνώριση της λειτουργηματικής φύσης της Δικηγορίας αποτελεί και το άρθρο 175 παρ. 2 ΠΚ (αντιποίηση δικηγορίας ισοδυναμεί με αντιποίηση αρχής).
ιι). Οι δικηγόροι διορίζονται με επίσημη πράξη της πολιτείας που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, σε συγκεκριμένη Πρωτοδικειακή Περιφέρεια, ορκίζονται, και είναι υποχρεωτικά μέλη Δημόσιας Αρχής, (Ν.Π.Δ.Δ. σωματειακής υφής) αρμόδιας για την οργάνωση, άσκηση και εποπτεία του λειτουργήματός τους, όπως ακριβώς και οι συμβολαιογράφοι.
Συνεπώς, η ανισότητα είναι έκδηλη και η δυσμενής διάκριση προφανής και αντίθετη στο Σύνταγμα (αρθ. 4 παρ. 1).
9. Η αφαίρεση της αποκλειστικής αρμοδιότητας της Γ.Σ. του οικείου Δικηγορικού Συλλόγου να καθορίζει με την πλειοψηφία των 2/3 των μελών της το ποσοστό του περιερχόμενου στον ιδιαίτερο διανεμητικό λογαριασμό του Δικηγορικού Συλλόγου, “ποσού ή τιμής αναφοράς” (αρθ. 96 Α και 161 παρ. 7 Κωδ. δικηγ. και αρθ. 5 παρ. 9, 10 του σχεδίου νόμου) και η ανάθεση της αρμοδιότητας αυτής στους Υπουργούς Δικαιοσύνης και Οικονομικών μετά από απλή γνώμη της Ολομέλειας των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων αντίκειται στο άρθρο 17 του Συντάγματος και στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ (ν.δ. 53/79). Και τούτο διότι με την απόφαση της Γ.Σ. του οικείου δικηγορικού συλλόγου τα μέλη του στην πραγματικότητα εκχωρούν μέρος της αμοιβής τους στον Δικηγορικό Σύλλογο για συγκεκριμένο σκοπό, και το ποσό αυτό ανήκει στην ιδιωτική περιουσία του Δικηγορικού Συλλόγου (αρθ. 194 Κώδικα Δικηγόρων), ο οποίος με τις νέες ρυθμίσεις στερείται του απολύτου δικαιώματός του να αποφασίζει αυτός για την διοίκηση, διαχείριση και διάθεση της ιδιωτικής περιουσίας του.
10. Το “ποσό αναφοράς” της εισφοράς 10% υπέρ των ασφαλιστικών Ταμείων και του Δικηγορικού Συλλόγου, αποτελεί φόρο, σύμφωνα με την πάγια νομολογία του Α.Ε.Δ. και του ΔΕΚ και πρέπει για τον λόγο αυτό να καθορίζεται με τυπικό νόμο σύμφωνα με το άρθρ. 78 παρ. 1 και 4 του Συντάγματος και όχι με Κ.Υ.Α.
11. Τέλος, η αιφνίδια κατάργηση της εδαφικής δικηγορικής αρμοδιότητας, αντίκειται και στη Συνταγματική και Κοινοτική Αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης στον Νόμο. Και τούτο διότι, οι δικηγόροι των περιφερειακών δικηγορικών Συλλόγων, και ιδίως οι αρχαιότεροι προέβησαν στην επιλογή της μόνιμης εγκατάστασής τους σε αυτές και των συνθηκών άσκησης του λειτουργήματός τους (ενασχόληση με συγκεκριμένα νομικά αντικείμενα, περιορισμένου εύρους λόγω των ιδιαιτεροτήτων των συνθηκών περιοχών εγκατάστασης) παρωθούμενοι από το κίνητρο της εδαφικής αρμοδιότητας (βλ. ΕυρΔΑΔ, Μουσταφά Αππά κατά Ελλάδας) και έτσι διαμορφώθηκε μια συγκεκριμένη πραγματική και νομική κατάσταση στην οποία εύλογα και δικαιολογημένα προσέβλεψαν. Η αιφνίδια κατάργηση του κινήτρου μόνιμης εγκατάστασης στην περιφέρεια δηλ. της εδαφικής δικηγορικής αρμοδιότητας, ανατρέπει αιφνίδια την διαμορφωμένη πραγματική και νομική κατάσταση, (και μάλιστα χωρίς εύλογη περίοδο προσαρμογής στις νέες συνθήκες) και αντίκειται για τον λόγο αυτό και στην Συνταγματική και Κοινοτική Αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης στον Νόμο (αρχής της δικαιολογημένης νόμιμης εμπιστοσύνης

IV. ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

1. Η εδαφική αρμοδιότητα πρέπει να διατηρηθεί ως έχει, για επιτακτικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος, όπως ήδη έχει γίνει δεκτό από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ( Μουσταφά Αππά κατά Ελλάδας) και από το Δ.Ε.Ε. (πρβλ ΔΕΕ αποφ της 1-6-2010, της μείζονας συνθέσεως συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-570/07 και C-571/07, Perez και Gomez, που ναι μεν αφορά εδαφικούς περιορισμούς στην άσκηση του επαγγέλματος του φαρμακοποιού, αλλά, για την ταυτότητα του νομικού λόγου και a fortiori, οι σκέψεις του ΔΕΕ σε ότι αφορά τους επιτακτικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος, που επιβάλλουν τη θέσπιση αυτών των περιορισμών, ισχύουν και για το δικηγορικό λειτούργημα, λαμβανόμενου υπόψη και ότι η άμεση πρόσβαση σε Δικηγόρο των λιγότερο προνομιούχων και των γεωγραφικά απομονωμένων περιοχών, δεν αφορά απλώς την πρόσβαση σε μια σημαντική υπηρεσία, αλλά την πρόσβαση σε Δικαστήριο, που είναι δυνατή μόνο μέσω Δικηγόρου) και από την Ολομέλεια της Επιτροπής Ανταγωνισμού (413/2008).
Μόνη νομοθετική παρέμβαση που μπορεί να γίνει στο θέμα της εδαφικής δικηγορικής αρμοδιότητας είναι σε περίπτωση απόρριψης ενδίκου βοηθήματος ή μέσου ενώπιον κάθε βαθμού και δικαιοδοσίας, λόγω έλλειψης δικηγορικής δικολογικής ικανότητας του υπογράφοντος ή παρισταμένου δικηγόρου, να επιτρέπεται πάντοτε η επανάσκησή του και να ορισθεί ότι η υπέρβαση της εδαφικής δικηγορικής αρμοδιότητας αποτελεί σοβαρό πειθαρχικό παράπτωμα για τον παραβάτη δικηγόρο.
Επομένως και η σύσταση αστικής επαγγελματικής Δικηγορικής εταιρείας μεταξύ Δικηγόρων διαφορετικών Δικηγορικών Συλλόγων (διατοπική ή διαπεριφερειακή Δικηγορική εταιρεία), πρέπει να απαγορευθεί.
2. Να καταργηθεί το άρθρο 26 του ν. 3844/2010 κατά το μέρος που αφορά τους Δικηγόρους, και να ορισθεί ρητώς και ειδικώς ότι δεν επιτρέπεται σύσταση πολυεπαγγελματικής δικηγορικής εταιρείας ούτε η άσκηση πολλαπλών δραστηριοτήτων στους Δικηγόρους (βλ. και ΔΕΚ, αποφ της 19-2-2002, C-309/1999).